- διανομέα
- διανομέᾱ , διανομεύςdistributormasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διανομέας — διανομέᾱς , διανομεύς distributor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
побѣда — ПОБѢД|А (259), Ы с. 1.Победа: и велиѥ сърѣтениѥ бысть имъ. ѿ живѹщиихъ тѹ воѥводъ ѿ ц҃рѧ и ѿ кнѧзь. ˫ако побѣдѹ створьшемъ. ЧудН XII, 66г; ˫арославъ же пришьдъ и се де кыѥвѣ ѹтьръ пота съ дрѹжиною своѥю. паказа˫а [так!] побѣдѹ и трѹдъ великъ по… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
γραμματοπήρα — η σάκος (δερμάτινος συνήθως) τού ταχυδρομικού διανομέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + πήρα «σάκος δερμάτινος». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
Κοτζιούλας, Γεώργιος — (Τζουμέρκα 1909 – Αθήνα 1956). Λογοτέχνης και φιλόλογος. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν γιος αγροτικού διανομέα και έζησε μια στερημένη ζωή, που σύντομα κλόνισε την υγεία του. Την περίοδο της Κατοχής διηύθυνε έναν… … Dictionary of Greek